- ἐκκλησιάζω
- ἐκκλησιάζωhold an assemblypres subj act 1st sgἐκκλησιάζωhold an assemblypres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκκλησιάζω — (AM ἐκκλησιάζω) μσν. νεοελλ. 1. οδηγώ στη χριστιανική εκκλησία για παρακολούθηση τής ακολουθίας («οι δάσκαλοι εκκλησιάζουν τους μαθητές») 2. ἐκκλησιάζομαι μετέχω στη Θεία Λειτουργία … Dictionary of Greek
εκκλησιάζω — εκκλησίασα, εκκλησιάστηκα, μτβ. 1. οδηγώ κάποιον στο ναό για παρακολούθηση της θείας λειτουργίας: Εκκλησιάζει τα παιδιά του συχνά. 2. το μέσ., εκκλησιάζομαι πηγαίνω στο ναό και παρακολουθώ τη θεία λειτουργία και γενικά παρακολουθώ όλες τις ιερές… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκκλησιάζετε — ἐκκλησιάζω hold an assembly pres imperat act 2nd pl ἐκκλησιάζω hold an assembly pres ind act 2nd pl ἐκκλησιάζω hold an assembly imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκλησιάζῃ — ἐκκλησιάζω hold an assembly pres subj mp 2nd sg ἐκκλησιάζω hold an assembly pres ind mp 2nd sg ἐκκλησιάζω hold an assembly pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκλησιάσει — ἐκκλησιάζω hold an assembly aor subj act 3rd sg (epic) ἐκκλησιάζω hold an assembly fut ind mid 2nd sg ἐκκλησιάζω hold an assembly fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκλησιάσουσι — ἐκκλησιάζω hold an assembly aor subj act 3rd pl (epic) ἐκκλησιάζω hold an assembly fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐκκλησιάζω hold an assembly fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκλησιαζομένων — ἐκκλησιάζω hold an assembly pres part mp fem gen pl ἐκκλησιάζω hold an assembly pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκλησιαζόμενον — ἐκκλησιάζω hold an assembly pres part mp masc acc sg ἐκκλησιάζω hold an assembly pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκλησιαζόντων — ἐκκλησιάζω hold an assembly pres part act masc/neut gen pl ἐκκλησιάζω hold an assembly pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκλησιάζει — ἐκκλησιάζω hold an assembly pres ind mp 2nd sg ἐκκλησιάζω hold an assembly pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)